Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

cinnamon*


Κεράκι με άρωμα κανέλλας μυρίζει σταθερά το σπίτι τώρα. Στη σκέψη θαμπά τα  χαμόγελα, αχνά τα δάκρυα. Αστόλιστα τα δωμάτια και φέτος. Κι οι μυρωδιές: καφές, πατημένο τσιγάρο μιας μέρα, φρέσκο τσιγάρο πέντε λεπτών, βροχή και, να μην ξεχάσω, κανέλλα από το κεράκι. Το δώρο Χριστουγέννων μου.
Κι εκεί στο περιθώριο του δρόμου με το πεζοδρόμιο, δίπλα ακριβώς από τους υπονόμους, με την μύτη του παπουτσιού σκαλίζω τα βρεγμένα σκουπίδια που έχουν ξεμείνει. Χιλιάδες εισιτήρια -άραγε να υπάρχει κάποια στάση εδώ κοντά;- , φύλλα και πολλές, πολλές γόπες και ξεθωριασμένα λόγια που σαν μικροί δυναμίτες ξεπροβάλλουν από τη σωρό.
Στιγμές μιας περασμένης ζωής

Τσιγάρα του παρελθόντος

Κι οι απουσίες

ξεθωριάζουν

   fade in         

fade out         

Θα τα φυσήξει όλα το επόμενο αυτοκίνητο για να αφεθούν ανέμελα στον άνεμο
Θα τα πάρει μαζί της όλα η επόμενη βροχή για να σύρει με μανία στη θάλασσα




Βλέπεις γιατί επέμενα να μην σπάνε τα κρύσταλλα;

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Χαλασμένες κεραίες*


 Σαν εκείνες τις πιτσιλιές της κόκκινης σάλτσας που έχουν μείνει στον τοίχο από προχθές.. έτσι μου έχουν μείνει κι εκείνα τα μάτια του λύκου στην σκοτεινή πλατεία. Τότε που περπατούσαμε αγκαλιά κι αυτά μας κάρφωσαν. Τα μάτια που σου τα αποκαλύπτουν όλα, τα πάντα, τόσο όμορφα κι απλόχερα, τόσο παιδικά κι ανοικοκύρευτα. Και ξέρω κι εκείνα τα άλλα τα μάτια που σε κοιτάνε σαν απογοητευμένες ψυχές και με πεσμένους τους ώμους αναμένουν, όχι εσένα, αλλά κάποιον. Κάποιον που δεν θα είναι σαν εσένα.  Κάποιον με ιδιότητες κωδικοποίησης χαλασμένων κεραίων να μην σπάει εκείνους, τους ξακουστούς γυάλινους κόσμους μας.
Μα δες λίγο, μόνο λίγο, έξω από το τετράγωνο παράθυρό σου με τις πολύχρωμες κουρτίνες.

Δεν υπάρχουν γυάλινοι κόσμοι, βλάκα μου.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

rain instrument*


Η μουσική  μας γίνεται δάκρυ και το δάκρυ μας γίνεται βροχή. Από εκείνη τη βροχή που έρχεται στα μέσα της διαδρομής του λεωφορείου. Και σ’αρέσει να ακούς τις στάλες να χτυπάνε τα τζάμια - βρεγμένες αφίσες, χαρτιά, σκουπίδια, ομπρέλες σπασμένες, όλα τα προσπερνάς και περιμένεις τη στιγμή να κατέβεις. Ένα ξυράφι είναι η βροχή, ένα ξυράφι όλα στο πέρασμα. Στο χέρι η καινούργια σου ζακέτα, το νέο σου βιβλίο “εύκολες συνταγές για φοιτητές” μέσα σε τσάντα βιβλιοπωλείου και το βινύλιο που κουβαλάς πάντα μαζί σου να σου θυμίζει από πού έρχεσαι.
Κάποτε μου είπες πως το φθινόπωρο είναι θάνατος.
Κι εγώ σε είχα αντικρούσει με τόσα πιστοποιητικά ζωής.

Η μουσική, η δική σου, η μόνο δική σου μουσική, εκείνη που ακούς από τα ακουστικά στο δρόμο. Εκεί, σε κάθε αλλαγή τραγουδιών, σε κάθε σιωπή που έρχεσαι σε επαφή με το περιβάλλον. Ακούς τους ανθρώπους -ναι, για εκείνα τα κλάσματα δευτερολέπτου- να γκρινιάζουν για το κακό που μας έστειλε ο Θεός, τη μπόρα. Και το βιολοντσέλο μαζί με τον ήχο της βροχής συνεχίζει στα αυτιά σου να κελαηδεί. Πιστοποιητικό ζωής.

Και μετά τρέχεις και βρέχεσαι και πλατσουρίζεις. Νιώθεις στα πάνινα παπούτσια σου το νερό να ρέει. Και τρέχεις. Και γελάς. Και η ψυχή σου γεμίζει βροχή και ψιχάλα. Και τρέχεις. Και γελάς. Πιστοποιητικό ζωής.

Και εκεί που τρέχεις σου φωνάζουν γνωστοί “στάσου, πάρε μία ομπρέλα..”, “περίμενε να ηρεμήσει η βροχή” κι εσύ τους προσπερνάς. Κι αντί για σκόνη πίσω σου αφήνεις πιτσιλιές γεμάτες με την ελευθερία σου και τα χρώματά σου. Και νιώθεις, έστω και για τόσο μα τόσο λίγο, πως είσαι κάτι για τους άλλους, πως ίσως και να τους μαγεύεις. Πιστοποιητικό ζωής.

Κι όταν πλησιάζεις τον προορισμό σου, τότε η καταιγίδα σταματάει κι ένα ψιλοβρόχι με ένα μειδίαμα στη γλύκα του πέφτει στους ώμους σου, σαν ένας κλόουν που ειρωνικά και τρομαχτικά σου βγάζει τη γλώσσα. Πιστοποιητικό ζωής.






“Κ ι  ο ι  λ έ ξ ε ι ς  ε ί ν α ι  τ ό σ ο  α ρ α ι έ ς . .”

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

ίσως να ξανάρθεις όταν θα έχω πια χαθεί..*



Και το ξημέρωμα με καρφώνεις με το βλέμμα σου, λες και νοσταλγείς. Αρχίζεις όμορφα και σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, να τραγουδάς. Ψιθυρίζεις τις νότες του Άσιμου.. “Έχω ένα παπάκι να μου κάνει πα, να μου κάνει πα, πα, πα..” Κι όταν σωπαίνεις εγώ συνεχίζω, συνεχίζω το τραγούδι σου γιατί θα είμαι πάντα εκεί να σε βοηθάω να βρεις τους στίχους του, τις νότες μας..  “Και ένα κουνελάκι που όλο μου κουνάει, που όλο μου κουνάει τ' αφτιά..”  

Μοιραία

ναι, μοιραία συναντιόμαστε στο ρεφραίν και αγνοούμε τα αυτοκίνητα που περνάνε ανενόχλητα ανάμεσά μας, τα κορναρίσματα, μόνο το διώροφο λεωφορείο μου κόβει την όψη σου αλλά με οδηγεί, μας οδηγεί η σιωπή της κιθάρας. Κι εγώ τότε σου ψιθυρίζω πως θέλω να πεθάνω πριν τελειώσει η μελωδία, μην τυχόν στο τέλος της εξαφανιστείς.


“ίσως να ξανάρθεις όταν θα έχω πια χαθεί.. κι ή θα μ’ έχουν θάψει ή θα έχω μαραθεί…”

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

λασπωμένα παπούτσια*

Βαλίτσες, τσιγάρα, εισιτήρια, σκουπίδια, περιστέρια ψάχνουν για σουσάμια, και δυο ζευγάρια μάτια που δακρύζουν στο μεγάλο αντίο. Τι λες; Σε 12 λεπτά αναχωρεί το τραίνο Θεσσαλονίκη-Αλεξανδρούπολη. Τι λες; Προλαβαίνουμε;



Ναι, χαζεύω το ξύλινο αλογάκι που μου έφερες δώρο το κρύο βράδυ του φθινοπώρου. Είναι σκαλιστό και μ’αρέσει να το κουρδίζω, να βγάζει αυτή την γλυκιά μελωδία. Ψάχνω το χρόνο να κλειστώ στο δωμάτιό μου να κάνω παρέα στο αλογάκι σου.

Άραγε από ποιο καρουζέλ να το έσκασε;




“Δεν θέλω να μπαίνω στις ψυχές των ανθρώπων
με λασπωμένα παπούτσια. Αν κάποιος
το κάνει σε εμένα εξαγριώνομαι..”

Τ.Τσανακλίδου






Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Σκουριασμένες χορδές*


Εάν είσαι άνθρωπος της σιωπής, έξω στο δρόμο τα έντονα λαμπάκια σε ενοχλούν. Η ζάλη από την κάπνα σε ενοχλεί. Βγαίνεις βόλτες να πάρεις αέρα, να ηρεμήσεις, όμως η μοναξιά του νυχτόσπιτου, του κενού νυχτόσπιτου σε μαγνητίζει πίσω πάλι.


Αγγίζω και χαϊδεύω τα πλήκτρα του πιάνου με φόβο. Φοβάμαι μην σπάσουν οι σκουριασμένες χορδές του. Ωστόσο νιώθω πως αυτό το γλυκό πιάνο απόψε με συμπαθεί. Ίσως να με αγαπάει, και υψώνει το ανάστημά του μπροστά μου, με προκαλεί. Σκέφτομαι πως είναι 4 το ξημέρωμα. Οι από πάνω λείπουν στο εξοχικό, οι από κάτω φεύγουν από τις 3 για το φούρνο τους, να έχουν έτοιμα τα φρέσκα και ζεστά ψωμιά το πρωί. Όχι πως έχω σχέσεις μαζί τους και πως με νοιάζει εάν θα τους ξυπνήσω. Απλά ντρέπομαι να ακούνε το δικό μου Chopin. Ευτυχώς δεν έχουμε ασανσέρ, ευτυχώς δεν υπάρχει αυτή η αμηχανία του ασανσέρ.


Τόσες μελωδίες, τόσες αγκαλιές και τώρα είμαστε ξένοι. Ξένοι ξεκινήσαμε, ξένοι καταλήξαμε. Κι όσο λιγότερο το πάρω στα σοβαρά τόσο πιο εύκολα θα επιβιώσω.





[ δεν με πλήγωσε που έφυγες
με πλήγωσε που εγώ έφυγα ]


Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

κάτι σαν αντίο ...ή παράκουγα



Μη ρωτάς γιατί κάθομαι τόσες ώρες σ’εκείνη την καρέκλα -είναι της μουσικής-
Έχει ένα απαλό μαξιλαράκι και καταπίνει κάθε δάκρυ κι αγκάθι αποχαιρετισμού

Το μεγαλύτερο επίτευγμα μου θα είναι να μην κλαίω στους αποχαιρετισμούς. Το μεγαλύτερο επίτευγμα μου θα είναι να μην απορρίπτω αυτά που μόλις είπα.


-----------


Μα εγώ δεν ήξερα σε ποια στάση ήθελα να κατέβω. Με βόλευαν κι οι δύο στάσεις. Αν υποθέσω μια γραμμή, ίσια γραμμή ανάμεσα στις δύο στάσεις, εσύ περίμενες ακριβώς στη μέση. Και δεν νομίζω πως μπορούσα να μπλέξω μαθηματικά και φυσική στη σκέψη μου να δω εάν θα με καθυστερήσει το ότι θα λεωφορείο θα πήγαινε μέχρι την επόμενη στάση, ενώ εγώ ήδη θα έσβηνα βήματα από τη γραμμή, τη νοητή γραμμή προς εσένα. Γι’αυτό κι έψαξα κάποιον με κόκκινη μπλούζα. Δε βρήκα. Βρήκα όμως κάποιον με έντονο πορτοκαλί στο φανελάκι του. Σκέφτηκα πως αν εκείνος κατέβει στην πρώτη στάση θα κατέβω εγώ στη δεύτερη. Μα στο δρόμο για τη δεύτερη στάση αναρωτήθηκα πως δεν ήθελα να κατέβουμε μαζί εκεί. Νομίζω ζούσα όλη την εμπειρία εκείνου από το βιβλίο “Το κορίτσι με τα πορτοκάλια”. Τελικά κατέβηκε στη δεύτερη και νομίζω είδα ένα σαρκασμό σ’ένα χαμόγελο που μου έριξε.
Κι εγώ δεν ξέρω, έφτασα με το λεωφορείο στο τέρμα του και το ακολούθησα και στο γυρισμό του για να κατέβω στην αρχική πρώτη στάση του. Κι έτρεξα αλλά εσύ είχες φύγει. Ίσως θα έπρεπε να προλάβεις κάποιο τρένο, κάποιο πλοίο, κάποιο αεροπλάνο. Κάποιος λόγος θα υπήρχε που είχες φύγει ή που δεν είχες έρθει ποτέ, ίσως.

Μόνο εκείνος με το έντονο πορτοκαλί στο φανελάκι του φαινόταν στο βάθος του δρόμου…